- θοίναμα
- θοίν-ᾱμα, ατος, τό,A meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θοίναμα — θοίναμα, τὸ (Α) [θοινώ] φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θοίναμα — θοίνᾱμα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοίνημα — θοίνημα, τὸ (Α) φαγητό, συμπόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. αντί θοίναμα*] … Dictionary of Greek
θοιναμάτων — θοινᾱμάτων , θοίναμα meal neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θοινάματα — θοινά̱ματα , θοίναμα meal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)